- ἐξηχία
- ἐξηχ-ία, ἡ,A stupidity, nonsense, Porph.Chr.35, Hsch. s.v. ἀφραδίῃσι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξηχία — ἐξηχία, η (AM) [έξηχος] μωρία, ανοησία … Dictionary of Greek
ἐξηχίας — ἐξηχίᾱς , ἐξηχία stupidity fem acc pl ἐξηχίᾱς , ἐξηχία stupidity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηχίαν — ἐξηχίᾱν , ἐξηχία stupidity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηχίαις — ἐξηχία stupidity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)